- ἀγωνιζόμενος
- ἀγωνίζομαιcontend for a prizepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подвизатисѧ — ПОДВИЗА|ТИСѦ (236), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Приходить в движение, сдвигаться с места; перемещаться; колебаться: днь(с) весь ѥр(с)лмъ подвизасѧ вшестьви˫а г(с)нѧ ради старци быстро шествоваху… ѡтроци ск(о)ро течаху. КТур XII сп. XIV2, 226 об.; все…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MONATOR — Hesychio μονάτωρ, κέλης, ἵππος καὶ ἱππαςτὴς, καὶ εἶδος νεὼς καὶ μονάτωρ, celes, equus et eques, et navigii species et monator; Sic enim Latini e Graeco dixerunt equum singularem et αζευκτον, aliter simplum, in veteri Epigramm. de Circo. Lunae… … Hofmann J. Lexicon universale
ORTHODOXUS — apud Scriptores Eccles. dicitur, qui de Religione Christiana recte sentit, seu ὁ ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ τῶ Α᾿ποςτολικῶν δογμάτων, qui pro Apostolicis dogmatibus decertat, ut Theodoretus ait Praef. ad Dial. Hinc Κυριακὴ τῆς Ο᾿ρθοδοξίας, Dominica… … Hofmann J. Lexicon universale
PENTATHLUM — Latine Quinqvertium, celebre olim apud Graecos exercitationis genus fuit, imo potius in omnibus quinque certaminum generibus victricem peritiam denotavit. Iul. Pollux l. 3. c. 3. πένταθλος ὁ πέντε ἀγωνιζόμενος, Pentarhlus (sive Quinqvertio, ita… … Hofmann J. Lexicon universale
ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης … Dictionary of Greek
συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Ηλίας — (Γριζάτα Κεφαλονιάς 1814 – Αργοστόλι 1894). Πολιτικός, ηγέτης του ενωτικού αγώνα της Επτανήσου. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου παρακολουθούσε, παράλληλα, μαθήματα φυσικής και χημείας (έλαβε ενεργό μέρος στον ιταλικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα) … Dictionary of Greek